ἶνες

ἶνες
ἴς
fem nom/voc pl
ἴς
fem nom pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ίνες — Βλ. λ. ίνα …   Dictionary of Greek

  • Ινές ντε Κάστρο — (Ines de Castro, 1320 – 1355). Ισπανίδα ηρωίδα. Παντρεύτηκε μυστικά τον ερωμένο της, ινφάντη της Πορτογαλίας, Πέδρο, μετά τον θάνατο της συζύγου του, Κωνστάντσας. Μετά τον γάμο της εγκαταστάθηκε μαζί με τα τρία παιδιά της στο μοναστήρι της Σάντα… …   Dictionary of Greek

  • αδρεναλινεργικές ίνες — Νευρικές ίνες που εκκρίνουν αδρεναλίνη ή παρόμοιες ουσίες ή ενεργοποιούνται από αυτήν ή από παρόμοιες ουσίες …   Dictionary of Greek

  • ακρυλικές ίνες — Είδος συνθετικών ινών που παρασκευάζονται με τον πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Κρουθ, Χουάνα Ινές ντε λα- — (Juana Inès de la Cruz, Μιγκέλ ντε Νεπάντλα 1648; – Μεξικό 1695). Μεξικανή ποιήτρια και μοναχή. Δείχνοντας πρόωρη πνευματική ανάπτυξη, σε ηλικία δεκαπέντε ετών εισήλθε στην Αυλή του αντιβασιλιά (κέντρο της πνευματικής ζωής του αποικιακού Μεξικού) …   Dictionary of Greek

  • οπτικές ίνες — Βλ. λ. ίνα, οπτική …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”